- προδοτήρ
- -ῆρος, ὁ, και θηλ. τ. προδότρια, Μο προδότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδο- τού προδίδωμι (πρβλ. προδο-σία, προδό-της) + επίθημα -τήρ (πρβλ. αποδο-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδότρια — (I) η, Ν βλ. προδότης. (II) ἡ, Μ βλ. προδοτήρ … Dictionary of Greek